ωφλον

ωφλον
    ὦφλον
    aor. 2 к ὀφλισκάνω См. οφλισκανω

Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. . 1958.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Смотреть что такое "ωφλον" в других словарях:

  • ὦφλον — ὀφλισκάνω become a debtor aor ind act 3rd pl ὀφλισκάνω become a debtor aor ind act 1st sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • οφείλω — (ΑΜ ὀφείλω, Α και ὀφειλέω, επικ. και αρκαδ. τ. ὀφέλλω, αρκαδ. τ. και ὀφήλω) 1. είμαι οφειλέτης, χρωστώ κάτι σε κάποιον, ιδίως χρήματα (α. «ὃς ὤφειλεν αὐτῷ ἑκατὸν δηνάρια», ΚΔ β. «μισθὸς τοῑς στρατιώταις ὠφείλετο», Ξεν.) 2. μτφ. αναγνωρίζω κάτι… …   Dictionary of Greek

  • ερήμην — (AM ἐρήμην) [ερήμη] επίρρ. εν απουσία κάποιου, και μάλιστα σε δίκη, κατά την οποία κάποιος δικάζεται ενώ απουσιάζει νεοελλ. 1. εν αγνοία κάποιου («τήν αγαπά ερήμην» εν αγνοία της) 2. φρ. «δικάστηκα ερήμην» δικάστηκα χωρίς να παρουσιαστώ στη δίκη… …   Dictionary of Greek

  • οφλητής — ὀφλητής, ὁ (Α) αυτός που οφείλει, που χρωστά. [ΕΤΥΜΟΛ. < θ. ὀφλ τού αόρ. β ὦφλον τού οφείλω* + κατάλ. ητής] …   Dictionary of Greek

  • οφλοί — ὀφλοὶ (Α) (κατά τον Ησύχ.) «ὀφειλέται, ὀφειλαί». [ΕΤΥΜΟΛ. Πιθ. < από το θ. ὀφλ τού αορ. β ὦφλον τού ρ. ὀφείλω*] …   Dictionary of Greek

  • όφλημα — ὄφλημα και ὄφλεμα, τὸ (Α) 1. πρόστιμο που επιβλήθηκε από το δικαστήριο 2. χρέος, οφειλή («ὑπερήμερον εἶναι καὶ ἐκπρόθεσμον τὸ ὄφλημα», Λουκιαν.) 3. αμοιβή. [ΕΤΥΜΟΛ. < θ. ὀφλ τού αορ. β ὦφλον τού ὀφείλω* + κατάλ. ημα] …   Dictionary of Greek


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»